- σερβοβουλγαρικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σέρβους και στους Βουλγάρους ή στη Σερβία και στη Βουλγαρία ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σέρβος + Βούλγαρος + κατάλ. -ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ἀττικὸν ἡμερολόγιον.].
Dictionary of Greek. 2013.